ἀθαλπής

ἀθαλπής
ἀθαλπής, ές,
A without warmth, Nonn.D.37.151,40.286, etc. Adv.

-πέως Hp.Acut.29

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αθαλπής — ἀθαλπής, ές (AM) [θάλπος] ο χωρίς θαλπωρή, ζεστασιά επίρρ. ἀθαλπέως …   Dictionary of Greek

  • ἀθαλπέα — ἀθαλπής without warmth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀθαλπής without warmth masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαλπέας — ἀθαλπής without warmth masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαλπέος — ἀθαλπής without warmth masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαλπέως — ἀθαλπής without warmth adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλπος — ους, το (Α θάλπος, εος) θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.) νεοελλ. θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς») αρχ. πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ… …   Dictionary of Greek

  • ἀθαλπέι — ἀθαλπέϊ , ἀθαλπής without warmth dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”